Οι αναστηλωτικές εργασίες, που από το 1975 εκτελούνται στα μνημεία της Ακρόπολης, ακολουθούν μια μακρά παράδοση. Καθοριστική για την τύχη των μνημείων υπήρξε η ίδρυση του νεοελληνικού κράτους το 1830. Καθώς η ανάδειξη των αρχαιοελληνικών του καταβολών υπήρξε βασικό στοιχείο της διαμόρφωσης της εθνικής ταυτότητας του νεοσύστατου κράτους, η αναστήλωση των αρχαίων μνημείων προωθήθηκε αμέσως. Η αναστήλωση των μνημείων της Ακρόπολης, συμβόλου των υψηλοτέρων πνευματικών επιτευγμάτων της αρχαίας Ελλάδας, αλλά και κατεξοχήν σημείου αναγνώρισης της νέας Ελλάδας από την Ευρώπη, προσλαμβάνει εθνική σημασία.

Η συντήρηση και αποκατάσταση της Ακρόπολης είναι συνεχής και ουδέποτε εγκαταλείπεται, ακόμη και στις πιο χαλεπές περιόδους του νεοελληνικού κράτους. Αντίθετα, σε ευτυχείς καιρούς, οι αναστηλωτικές εργασίες στην Ακρόπολη αντιπροσωπεύουν την αιχμή της επιστήμης και της τεχνογνωσίας της χώρας. Τέλος, υπό το πρίσμα των έργων που εκτελούνται τότε στην Ακρόπολη, διαμορφώνεται για πρώτη φορά, στην πράξη αλλά και στη θεωρία, η ελληνική προσέγγιση στο ζήτημα της αναστήλωσης των αρχαίων μνημείων, με κύρια χαρακτηριστικά την πρόσδοση ιδιαίτερου βάρους στο αισθητικό αποτέλεσμα των επεμβάσεων, την τάση ανάκτησης της κατ’ εικασίαν κλασικής εμφάνισης των μνημείων και την υπογράμμιση του αρχετυπικού τους χαρακτήρα.

 

Η περίοδος της βασιλείας του Όθωνα (1833-1863)

Η οθωνική περίοδος χαρακτηρίζεται από διάπυρο ενθουσιασμό και εθνικούς οραματισμούς για επέκταση των ορίων του νεοελληνικού βασιλείου. Στο πλαίσιο αυτό, επιτείνεται ο εθνικός χαρακτήρας των έργων στην Ακρόπολη, τα οποία επιπρόσθετα συνδέονται και με τις επιδιώξεις του νεαρού ηγεμόνα για προσπορισμό δόξας και φήμης. Ο LeovonKlenze, πεπειραμένος hommed’etat της αυλής του Λουδοβίκου της Βαυαρίας, πατέρα του Όθωνα, θα διατυπώσει το πρόγραμμα των επεμβάσεων στην Ακρόπολη: αποστρατιωτικοποίηση του βράχου και χρήση του αμιγώς ως αρχαιολογικού χώρου, απομάκρυνση όλων των καταλοίπων των μεταγενεστέρων – μετακλασικών – ιστορικών φάσεων από τον βράχο και τα μνημεία, αποκατάσταση της αρχαίας στάθμης του εδάφους και αναστήλωση των μνημείων με την ανατοποθέτηση των πεσμένων στο έδαφος μελών.

Πρόκειται για ένα πρόγραμμα, που αντανακλά τις κλασικιστικές αντιλήψεις για την αποκατάσταση των αρχαίων μνημείων, που επικρατούσαν τότε στην Ευρώπη, και το οποίο θα εφαρμοστεί αρχικά από την Εφορεία Αρχαιοτήτων, με εκπρόσωπο τον LudwigRoss και στη συνέχεια από την εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, με εκπροσώπους τους Κυριακό Πιττάκη και Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή: συνεχείς εκκαθαρίσεις και απομακρύνσεις των μεσαιωνικών και μεταγενεστέρων προσκτισμάτων από τον βράχο και τα μνημεία (ανάμεσά τους απομακρύνονται τα κατάλοιπα του μεσαιωνικού παλατιού από τα Προπύλαια και το μικρό τζαμί από το εσωτερικό του Παρθενώνα), εκκαθαριστικού τύπου «ανασκαφές» της επιφάνειας του βράχου, πρώτες αναστηλώσεις των μνημείων, της Αθηνάς Νίκης (1835-36, 1844), του Ερεχθείου (1837-40, 1846-47), του Παρθενώνος (1841-44) και των Προπυλαίων (1850-54).

Οι εργασίες εκτελούνται με τρόπο ερασιτεχνικό και εμπειρικό, ανάλογο προς τα διαθέσιμα οικονομικά και τεχνικά μέσα, αλλά και το επιστημονικό επίπεδο της εποχής. Οι αναστηλωτικές επεμβάσεις πάντως αναδεικνύουν σε μεγάλο βαθμό το σχήμα και τον όγκο των μνημείων, καθώς και τον αρχαιολογικό χαρακτήρα του χώρου της Ακρόπολης.

 

Από το τέλος της Οθωνικής περιόδου έως την Επανάσταση του 1909

Η περίοδος αυτή υποδιαιρείται σε δύο φάσεις: κατά την πρώτη (από το 1864 έως το 1884), που συμπίπτει και με τις δύο πρώτες δεκαετίες της βασιλείας του Γεωργίου Α΄, το πραγματιστικό πνεύμα που επικρατεί στη χώρα αντανακλάται και στις εργασίες στην Ακρόπολη. Οι φιλόδοξες αναστηλωτικές επεμβάσεις παραχωρούν τη θέση τους σε εργασίες μικρής κλίμακας, κυρίως εργασίες συντήρησης των μνημείων, που εκτελούνται από τη Γενική Εφορεία Αρχαιοτήτων, υπό τον Παναγιώτη Ευστρατιάδη και από την εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, υπό τον Στέφανο Κουμανούδη. Οι μόνες μεγάλες επεμβάσεις αυτών των χρόνων είναι η ανέγερση του Μουσείου της Ακρόπολης (1865-1874) στη νοτιοανατολική γωνία του βράχου και η κατεδάφιση του λεγόμενου Φράγκικου Πύργου των Προπυλαίων το 1875.

Η δεύτερη φάση, από το 1885 έως το 1909, συμπίπτει με την περίοδο της διαχείρισης των αρχαιολογικών πραγμάτων της χώρας από τον Παναγιώτη Καββαδία, Γενικό Έφορο Αρχαιοτήτων και Γραμματέα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, ταυτόχρονα. Πρόκειται για μια περίοδο ευρύτερης μετεξέλιξης και μετασχηματισμού της Ελλάδας, σχετικής πολιτικής σταθερότητας, οικονομικής ανόδου, μιας πρώτης εκβιομηχάνισης και κοινωνικού εξαστισμού. Η περίοδος είναι ιδιαίτερα γόνιμη, όχι μόνον όσον αφορά τις αναστηλώσεις, αλλά και γενικότερα την προστασία των μνημείων στην Ελλάδα. Τότε διαμορφώνεται το υφιστάμενο έως σήμερα οργανωτικό και νομοθετικό πλαίσιο, αρχίζει η ανασκαφική διερεύνηση των περισσοτέρων αρχαιολογικών χώρων, ιδρύονται μουσεία σ’ ολόκληρη την επικράτεια, εκτελούνται πολυάριθμες στερεωτικές και αναστηλωτικές επεμβάσεις σε ένα μεγάλο αριθμό μνημείων. Η Ακρόπολη ανασκάπτεται σε όλη της την έκταση, έως τον φυσικό βράχο (1885-1890), ενώ ταυτόχρονα αρχίζουν και αναστηλωτικές επεμβάσεις μεγάλης κλίμακας: 1898-1902, Πρώτο Αναστηλωτικό Πρόγραμμα του Παρθενώνος (αναστήλωση δηλαδή του οπισθονάου και της δυτικής του όψης), 1902-1909, αναστήλωση του Ερεχθείου.

Το Πρώτο Αναστηλωτικό Πρόγραμμα του Παρθενώνος αντανακλά το νέο πνεύμα και τις νέες απαιτήσεις της περιόδου, όσον αφορά τις επεμβάσεις στα μνημεία: την επιδίωξη εκτέλεσής τους κατά τρόπο επιστημονικό και ποιοτικό, που εκδηλώνεται με τη σύσταση διεπιστημονικής επιτροπής για τον καθορισμό του προγράμματος και την επίβλεψη των εργασιών, τη σύνταξη προκαταρκτικών εκθέσεων για την επέμβαση, που συνοδεύονται και από σχεδιαστική τεκμηρίωση, τη χρήση του πλέον σύγχρονου μηχανολογικού εργοταξιακού εξοπλισμού και των πλέον ποιοτικών και αβλαβών για το μνημείο υλικών (που εισάγονται από το εξωτερικό), την απασχόληση εξειδικευμένου προσωπικού. Το Πρόγραμμα σηματοδοτεί και την έναρξη της δράσης του νομομηχανικού Νικολάου Μπαλάνου στην Ακρόπολη, στον οποίο ανατίθεται η ευθύνη της εκτέλεσης του έργου, που πλέον θεωρείται σε μεγάλο βαθμό τεχνικό. Τέλος, το έργο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τον πλούσιο θεωρητικό προβληματισμό που το συνοδεύει σε όλες τις φάσεις του, σχετικά με τα όρια, τις τεχνικές και τα υλικά της εκτέλεσής του, ο οποίος και θα επηρεάσει καθοριστικά τον Μπαλάνο στη διαμόρφωση των αναστηλωτικών του αντιλήψεων.

Κατά την αναστήλωση του Ερεχθείου, την πρώτη ολοκληρωμένη επέμβαση του Μπαλάνου σε μνημείο, εφαρμόζονται για πρώτη φορά οι τεχνικές που θα χαρακτηρίσουν το έργο του: η ενσωμάτωση στα αρχιτεκτονικά μέλη των μνημείων βαρέων ενισχυτικών μεταλλικών φορέων, με επακόλουθη απολάξευση και απομάκρυνση μεγάλου ποσοστού μάζας των αρχαίων μελών, η χρήση των διάσπαρτων στο έδαφος αρχαίων μελών και θραυσμάτων ως κοινού οικοδομικού υλικού για τη συμπλήρωση και την ανόρθωση των τμημάτων του μνημείου.

 

Aπό τον Πρώτο στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (1910-1939)

Πρόκειται για μια αντιφατική και ταραχώδη περίοδο νικηφόρων πολέμων και επέκτασης του νεοελληνικού κράτους στα σημερινά του όρια, αλλά και επακόλουθων εθνικών καταστροφών, πολιτικής αστάθειας και μεγάλων οικονομικών δυσχερειών (ιδιαίτερα μετά το 1922). Αυτά τα χρόνια οι μόνες αναστηλωτικές επεμβάσεις που εκτελούνται στην Ελλάδα είναι εκείνες, και μάλιστα μεγάλης κλίμακας, που πραγματοποιεί ο Μπαλάνος στην Ακρόπολη: 1909-1917, αναστήλωση των Προπυλαίων, 1921-1933, Δεύτερο Αναστηλωτικό Πρόγραμμα του Παρθενώνος (αναστήλωση δηλαδή του προνάου, του ανατολικού αετώματος, της δυτικής θύρας, της βόρειας και της νότιας κιονοστοιχίας), 1934-1935, στερέωση των βράχων της βόρειας κλιτύος της Ακρόπολης, 1935-1940, δεύτερη αναστήλωση του ναού της Αθηνάς Νίκης.

Πρόκειται για μια περίοδο κυριαρχίας και ανεξέλεγκτης δράσης του Μπαλάνου στο ελληνικό αναστηλωτικό πεδίο, η οποία, λόγω των δυσμενέστατων εξωτερικών όρων διεξαγωγής των έργων, χαρακτηρίζεται από την εγκατάλειψη κάθε ποιοτικής επιδίωξης και αρχής και την εκτέλεση των επεμβάσεων με οποιουσδήποτε τρόπους, μέσα και υλικά είναι διαθέσιμα και εφικτά (όπως λ.χ. τη δημιουργία αναστηλώσιμων αρχιτεκτονικών μελών με το συμπίλημα πολυάριθμων αρχαίων θραυσμάτων ποικίλης προέλευσης, τη χρήση σιδήρων κακής ποιότητας ή, κατά την αναστήλωση των κιονοστοιχιών του Παρθενώνος, τη χρήση τσιμέντου και άλλων, παντοίων, υλικών για τη συμπλήρωση των αρχαίων μελών). Ταυτόχρονα πρόκειται και για μια περίοδο επιβολής και αναγνώρισης του έργου του Μπαλάνου διεθνώς, αλλά και της τελικής διαμόρφωσης της εικόνας της Ακρόπολης, η οποία με την επικράτηση των μαζικών μέσων επικοινωνίας τα μεταπολεμικά χρόνια θα διαδοθεί παγκόσμια ως ιδεογραμμικό σύμβολο της σύγχρονης Ελλάδας.

 

Από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έως τη Μεταπολίτευση του 1974

Κατά την μεταπολεμική περίοδο οι επεμβάσεις στην Ακρόπολη είναι περιορισμένες με σημαντικότερη την αναστήλωση, από το 1947 έως το 1957, της νοτιοδυτικής πτέρυγας των Προπυλαίων από τον Αναστάσιο Ορλάνδο, διευθυντή της Υπηρεσίας Αναστηλώσεως Αρχαίων και Ιστορικών Μνημείων και κυρίαρχη μορφή στο ελληνικό αναστηλωτικό στερέωμα αυτά τα χρόνια.

Εκείνο που κυρίως χαρακτηρίζει αυτή την περίοδο είναι η επισήμανση των βλαβερών συνεπειών που είχαν για τα μνημεία οι τεχνικές και οι τρόποι των επεμβάσεων Μπαλάνου. Ήδη στη δεκαετία του ’40, μεσούντος του πολέμου, αναφέρονται οι πρώτες οξειδώσεις των σιδερένιων οπλισμών που είχαν ενσωματωθεί στα μνημεία. Τα επόμενα χρόνια, με τη δραστική αλλαγή του περιβάλλοντος της Ακρόπολης, λόγω του μετασχηματισμού της Αθήνας από μια πόλη μεσαίου μεγέθους στη μητρόπολη του νεοελληνικού κράτους, η κατάσταση ραγδαία επιδεινώνεται. Στο πρόβλημα της οξείδωσης και διόγκωσης των σιδήρων και του επακόλουθου κατακερματισμού των μελών των μνημείων προστίθενται πλέον και η διάβρωση της επιφάνειάς τους από την ατμοσφαιρική ρύπανση και την όξινη βροχή, η επισφαλής στατική κατάστασή τους λόγω ερείπωσης, η φθορά που επέρχεται στην επιφάνεια του βράχου – ενός αυτοτελούς μνημείου, φορέα των ιχνών μιας μακραίωνης ιστορίας – από τα πατήματα των επισκεπτών, που μαζικά πλέον συρρέουν στην Ακρόπολη. Όλα αυτά ωθούν την ελληνική πολιτεία στο να συστήσει, το 1975, μια διεπιστημονική επιτροπή ειδικών αδιαμφισβήτητου κύρους, την «Επιτροπή Συντηρήσεως Μνημείων Ακροπόλεως», για τη μελέτη των προβλημάτων και τη λήψη μέτρων αντιμετώπισής τους. Μια νέα φάση των επεμβάσεων στην Ακρόπολη αρχίζει.

Για τις επεμβάσεις υπό την Επιτροπή Συντηρήσεως Μνημείων Ακροπόλεως βλέπε:

Print