Γενική αρχή των έργων είναι η επιδίωξη της εξασφάλισης της κατά το δυνατόν αντικειμενικότερης λήψης αποφάσεων καθώς και της διαφάνειας σε όλες τις φάσεις τους. Αυτά κυρίως επιτυχγάνονται με τη διεπιστημονική προσέγγιση των επεμβάσεων στις φάσεις μελέτης και εφαρμογής, τη δημοσίευση γενικών και ειδικών μελετών αποκαταστάσεως των μνημείων πριν από τις επεμβάσεις, την υποβολή των ως άνω μελετών σε διαδικασία πολλαπλών κρίσεων, την τελική δημοσίευση των έργων.

Ιδιαίτερο ποιοτικό στοιχείο των έργων αποτελεί η κατά τακτά διαστήματα σύγκλιση Διεθνών Συναντήσεων Ειδικών για την ανταλλαγή απόψεων σχετικά με τις προτάσεις επέμβασης στα μνημεία και άλλα ειδικά θέματα. Όσον αφορά στις επεμβάσεις αυτές καθεαυτές, εμφορούνται από το πνεύμα του Χάρτη της Βενετίας (1964), που αποτελεί το διεθνώς αποδεκτό πλαίσιο αρχών, στις οποίες κωδικοποιείται η δεοντολογία της αποκατάστασης των μνημείων. Ειδικότερα για τα μνημεία της αρχαίας Ελληνικής αρχιτεκτονικής διαμορφώθηκαν οι ακόλουθες αρχές, που απορρέουν από το σύστημα δόμησης των μνημείων της κλασικής περιόδου:

  • Η αρχή της αναστρεψιμότητας των επεμβάσεων, δηλαδή η δυνατότητα επαναφοράς του μνημείου στην κατάσταση που βρισκόταν πριν τις επεμβάσεις.
  • Ο σεβασμός του αυθεντικού υλικού, η διατήρηση της δομικής αυτοτέλειας των αρχιτεκτονικών μελών και της αρχικής στατικής τους λειτουργίας.

Η συμμόρφωση προς τις παραπάνω θεωρητικές αρχές οδηγεί σε συγκεκριμένες πρακτικές κατά τον σχεδιασμό των δομικών επεμβάσεων στα μνημεία της Ακρόπολης, που μπορούν να συνοψισθούν ως εξής:

  • Οι επεμβάσεις περιορίζονται σε τμήματα των μνημείων που έχουν διαταραχθεί από αναστηλώσεις του παρελθόντος, ή τμήματα που εμφανίζουν προβλήματα στατικής επάρκειας.
  • Τα υλικά που χρησιμοποιούνται κατά την αποκατάσταση είναι αβλαβή και συμβατά προς τα αυθεντικά.
  • Κατά τη σύνδεση των θραυσμάτων επιχειρείται οι απαιτούμενοι από την δομοστατική μελέτη οπλισμοί τιτανίου να είναι οι ελάχιστοι δυνατοί και οι οπές για την τοποθέτηση των οπλισμών αυτών να περιορίζονται στο ελάχιστο, ώστε να αποφεύγεται η φθορά του αρχαίου υλικού.
  • Για τη σύνδεση των μελών χρησιμοποιούνται, κατά το δυνατόν, οι υπάρχουσες αρχαίες εντορμίες. Ο υπολογισμός των συνδέσμων γίνεται κατά τρόπο, ώστε σε ενδεχόμενη οριακή κατάσταση καταπόνησης να αστοχήσουν τα υλικά σύνδεσης και όχι το αρχαίο υλικό.
  • Κατά τη συγκόλληση αρχαίων θραυσμάτων, δε συγκολλώνται ποτέ θραύσματα που δεν προέρχονται από το ίδιο αρχιτεκτονικό μέλος.
  • Κατά την αναστήλωση, οι συμπληρώσεις με νέο μάρμαρο είναι περιορισμένες. Αποφασίζονται πάντα με κριτήριο τη δομική και αισθητική αυτοτέλεια του μέλους που αποκαθίσταται και της περιοχής που αναστηλώνεται.

Print