Kτισμένα στο δυτικό άκρο του βράχου της Ακρόπολης τα Προπύλαια αποτελούν το μνημειώδες κτίριο εισόδου προς το ιερό της Αθηνάς. Η ανέγερσή τους εντάσσεται στο περίκλειο οικοδομικό πρόγραμμα και χρονολογείται στο διάστημα μεταξύ των ετών 437 και 432 π.Χ. Οι οικοδομικές εργασίες διακόπηκαν με την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου, με αποτέλεσμα το αρχικό σχέδιο να περισταλεί και η κατασκευή να παραμείνει ημιτελής.

Το κτίριο κατέλαβε τη θέση του παλαιότερου προπύλου που είχε την ίδια λειτουργία, αλλά απλούστερο σχέδιο και διαφορετικό προσανατολισμό. Ως αρχιτέκτονας του έργου παραδίδεται ο Μνησικλής, ο οποίος εφαρμόζει ευφυείς και νεωτεριστικές λύσεις σε προβλήματα που σχετίζονται με τη διαμόρφωση του εδάφους και τη λειτουργία του χώρου. Στη μορφή που μας είναι γνωστή, τα Προπύλαια αποτελούνται από ένα κεντρικό οικοδόμημα που πλαισιώνεται από δύο πτέρυγες, στη βορειοδυτική και στη νοτιοδυτική γωνία του, αντίστοιχα. Ένας εγκάρσιος τοίχος με πέντε ανοίγματα διαιρεί το κεντρικό κτίριο σε δύο μέρη, ανατολικό και δυτικό, τα οποία έχουν όμοιες εξάστυλες δωρικές αετωματικές προσόψεις. Το δυτικό τμήμα που έχει μεγαλύτερο βάθος από το ανατολικό, διαιρείται εσωτερικά με τρία ζεύγη ιωνικών κιόνων σε τρία κλίτη. Οι μαρμάρινες οροφές του κεντρικού κτιρίου αποτελούνται από δοκούς και φατνωματικές πλάκες με γραπτό διάκοσμο. Η βόρεια πτέρυγα συνίσταται σε μια ορθογώνια αίθουσα και ένα προστώο με τρεις δωρικούς κίονες «εν παραστάσι». Πιθανόν, λειτουργούσε ως χώρος εστίασης των πιστών. Σήμερα, είναι ευρύτερα γνωστή με το συμβατικό όρο «Πινακοθήκη», που απορρέει από την περιγραφή του Παυσανία, ο οποίος αναφέρει ότι τον 2ο αι. μ.Χ. η αίθουσα ήταν κοσμημένη με ζωγραφιές. Κατ’ αντιστοιχίαν προς τη βόρεια πτέρυγα, η πρόσοψη της νότιας πτέρυγας διαμορφώνεται σε στοά με τρεις δωρικούς κίονες «εν παραστάσι». Σε αντίθεση προς τη στοά της βόρειας πτέρυγας, ωστόσο, η νότια στοά δεν οδηγεί σε κάποιο δωμάτιο, καθώς το αρχικό σχέδιο έχει περισταλεί, πιθανόν προκειμένου να διασφαλισθούν τα όρια του τεμένους της Αθηνάς Νίκης. Δύο ακόμη συμμετρικές πτέρυγες, που αρχικά προβλέπονταν προς νότον και βορρά των πλευρικών τοίχων του κεντρικού κτιρίου, δεν οικοδομήθηκαν ποτέ.

Κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο, τον 6ο μ.Χ. αι., η νότια πτέρυγα των Προπυλαίων μετατράπηκε σε μονόχωρη χριστιανική βασιλική. Το Μεσαίωνα, Φράγκοι και Φλωρεντίνοι ηγεμόνες εγκαταστάθηκαν στα Προπύλαια, τα οποία επιδέχθηκαν τις απαραίτητες μετατροπές και προσθήκες, προκειμένου να λειτουργήσουν ως ανάκτορο. Το 1645 πτώση κεραυνού προκάλεσε ανατίναξη της πυρίτιδας που ήταν αποθηκευμένη στο κτίριο και εκτεταμένες ζημίες στο οικοδόμημα. Στις αρχές του 19ου αι. τα συνεργεία του λόρδου Έλγιν αποστέρησαν το μνημείο από ένα δωρικό κιονόκρανο της ανατολικής στοάς, ένα τμήμα σφονδύλου ιωνικού κίονα και ένα λίθο θράνου του νοτίου τοίχου του κεντρικού κτιρίου. Στο διάστημα μεταξύ των ετών 1836-1838, στο πλαίσιο εκκαθαριστικών επεμβάσεων, πραγματοποιήθηκε η κατεδάφιση του μεγαλύτερου μέρους των καταλοίπων του μεσαιωνικού ανακτόρου, ενώ το 1875 κατεδαφίστηκε ο φράγκικος πύργος, που είχε οικοδομηθεί επάνω στη νότια πτέρυγα. Στις σημαντικές προσπάθειες αναστήλωσης του μνημείου προσμετρώνται οι εκτεταμένες αναστηλωτικές επεμβάσεις του Ν. Μπαλάνου (1909-1917), οι επεμβάσεις του Α. Ορλάνδου (1947-1956), καθώς και η συνολική επέμβαση της ΕΣΜΑ (1975-σήμερα).

Print