Στο πλαίσιο του έργου των τειχών εκτελέσθηκε τo 2006 η πλήρης κατάχωση των θεμελίων του Αρρηφορίου, που κρίθηκε ως η ενδεδειγμένη λύση για την προστασία των ιδιαίτερα μαλακών και ευπαθών πωρολίθων του μνημείου. Η εγκεκριμένη αρχιτεκτονική μελέτη της Β. Μανιδάκη και η γεωτεχνική μελέτη του Δ. Εγγλέζου προέβλεπε την κάλυψη των πωρολίθων, στο συνολό τους, από εδαφικό υλικό ενισχυμένο με τον κατάλληλο τρόπο κατά την διάστρωσή του (οπλισμένη γη), ώστε να αποφευχθούν πλάγιες ωθήσεις στο τείχος.
Το έργο υπήρξε πιλοτικό, καθώς αντιμετώπισε, σε μικρή κλίμακα, ευρύτερα προβλήματα της διαμόρφωσης των εδαφών της Ακρόπολης: στατική μελέτη των τειχών, διερεύνηση φυσικών και μηχανικών χαρακτηριστικών του υλικού επίχωσης, απορροή των ομβρίων, επισήμανση των καταχωσμένωνθεμελιότοιχων στην νέα στάθμη εδάφους. Έτσι, εκτός από την εξέταση των τεχνικών προβλημάτων δόθηκε η δυνατότητα καλύτερης εκτίμησης ενός ενδεχόμενου μεγάλου μελλοντικού έργου, εκείνου της γενικής διαμόρφωσης των εδαφών στο πλάτωμα της Ακρόπολης.
Η συστηματική παρακολούθηση της κατάχωσης γίνεται με συνεχή ενόργανη παρακολούθηση για τον έλεγχο των ωθήσεων επί του βόρειου θεμελιότοιχου (τοπογραφικές μετρήσεις ακριβείας, αισθητήρας πίεσης επί του εξωτερικού θεμελιότοιχου, οπτική ίνα ελέγχου μετακίνησης του Β. θεμελιότοιχου). Οι επί τρία συνεχή έτη μετά την ολοκλήρωση της κατάχωσης μετρήσεις, έδειξαν πολύ μικρές διακυμάνσεις της παραμόρφωσης (καταγραφόμενες λόγω της υψηλής ευαισθησίας των συστημάτων παρακολούθησης), η ερμηνεία των οποίων ανάγεται στην κλιματική-θερμοκρασιακή επιρροή του περιβάλλοντος.
Συντήρηση Αρρηφορίου
Για τον προσδιορισμό της ορυκτολογικής σύστασης των λίθων του Αρρηφορίου λήφθηκαν δείγματα τα οποία αναλύθηκαν στο ΙΓΜΕ και τα αποτελέσματα έδειξαν ότι πρόκειται κυρίως για ασβεστόλιθους (μικροψαμμιτικούς) και δολομίτες.
Η κατάσταση διατήρησης των λίθων αυτών σχετίζεται αφενός με την ιδιοσυστασία τους και τις διαφορετικές φάσεις εναπόθεσης και αφετέρου με τη διαβρωτική δράση των όμβριων υδάτων και των περιεχόμενων αλάτων στην ανερχόμενη από το έδαφος υγρασία.
Αρκετοί λίθοι χαρακτηρίστηκαν ως «κατακερματισμένοι», ενώ θραύσεις και ρηγματώσεις παρατηρήθηκαν σε λίθους κυρίως κατά μήκος των φλεβώσεων και των στρώσεων απόθεσης. Ιδιαίτερα εκτεταμένη ήταν η κονιοποίηση του υλικού κυρίως στους κατώτερους δόμους των θεμελίων. Παράλληλα εντοπίστηκαν συστάδες οπών μικρής ή μεγάλης διαμέτρου. Έντονη ήταν η παρουσία βιολογικής κρούστας στις άνω έδρες των λίθων, ενώ αντίθετα σχηματισμός μαύρης κρούστας παρατηρήθηκε σε περιορισμένη έκταση σε περιοχές προστατευμένες από το νερό της βροχής.
Για την αναστολή της δράσης των διαβρωτικών παραγόντων αποφασίστηκε η επίχωση των θεμελίων. Παράλληλα συγκροτήθηκε ομάδα συντηρητών με σκοπό να πραγματοποιήσει σωστικές επεμβάσεις στους λίθους.
Οι εργασίες που πραγματοποιήθηκαν είναι οι ακόλουθες:
- Περισυλλογή θραυσμάτων που έχουν καταρρεύσει. Η ταύτισή τους πρακτικά είναι ανέφικτη στις περισσότερες περιπτώσεις μετά την πτώση τους λόγω της αλλοίωσης των ακμών τους.
- Στερέωση της επιφάνειας με ψεκασμούς με ασβεστόνερο.
- Καταγραφή της κατάστασης διατήρησης.
- Εργασίες τεκμηρίωσης της υπάρχουσας κατάστασης με χαρτογραφήσεις και φωτογραφήσεις.
- Συγκράτηση θραυσμάτων στις θέσεις τους με γάζες μεθυλοκυταρρίνης. Τοποθέτηση θραυσμάτων στις θέσεις τους, όπου ήταν εφικτό, ώστε να συγκρατηθούν με τα χώματα της επίχωσης.
- Συγκράτηση των ετοιμόρροπων περιοχών με γάζες και μεθυλοκυτταρίνη.
- Συγκολλήσεις θραυσμάτων.
- Σε εξέλιξη βρίσκεται η αναζήτηση ανόργανων υλικών συγκόλλησης των θραυσμάτων και πλήρωσης των ρωγμών και των αποφλοιώσεων, ώστε να είναι συμβατά με το δομικό υλικό των θεμελίων.