Το μνημείο αυτό, στη δυτική πλευρά της Ακρόπολης, είναι γνωστό ως τo βάθρο του Αγρίππα βάσει της επιγραφής που σώζεται στη δυτική του όψη. Aποδίδεται στον βασιλιά της Περγάμου, Ευμένη Β’ (197-158 π.Χ.), ο οποίος κατασκεύασε το βάθρο στη θέση αυτή ύστερα από μια νίκη του στους Παναθηναϊκούς Αγώνες του 178 π.Χ., για να φέρει ένα τέθριππο άρμα με αναβάτες τον ίδιο και τον αδελφό του, τον μετέπειτα βασιλιά Άτταλο Β’ (159-138 π.Χ.). Μέσα στον 1ο αι. μ.Χ., στο τέθριππο στήθηκε το άγαλμα του στρατηγού και γαμπρού του αυτοκράτορα Οκταβιανού, Αγρίππα, ως ηνιόχου.
Το μνημείο αποτελείται από τον στερεοβάτη, τρίβαθμη κρηπίδα, αττική ιωνική βάση, κορμό δομημένο κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα και προέχουσα επίστεψη, όπου ήταν τοποθετημένοι οι λίθοι της πλίνθου. Έχει ύψος περίπου 9,50 μ, συμπεριλαμβανομένης της κρηπίδας και εδράζεται επί θεμελίου, μέγιστου ύψους 4,50 μ. Ο κορμός του βάθρου είναι κατασκευασμένος από τεφροκύανο μάρμαρο Υμηττού, η βάση και η επίστεψή του από λευκό πεντελικό μάρμαρο. Ο στερεοβάτης του βάθρου είναι κατασκευασμένος από λίθους μεγαλύτερου όγκου, επίσης από υμήττειο μάρμαρο, σε συνδυασμό με κροκαλοπαγείς λίθους, που χρησιμοποιήθηκαν στα αφανή τμήματα του μνημείου,. Το βάθρο του Αγρίππα θεμελιώθηκε στην υφιστάμενη επίχωση του μνησίκλειου αναλήμματος, σχεδόν παράλληλα με το θεμέλιο της βορειοδυτικής πτέρυγας των Προπυλαίων και προσαρμόστηκε στην ήδη υπάρχουσα κλασική αναβάθρα (επικλινή άνοδο) προς το ιερό της Ακρόπολης.
Τον 14ο αιώνα, κατά τη διάρκεια των έργων βελτίωσης της αμυντικής ικανότητας της Ακρόπολης, κατασκευάστηκε ο προμαχώνας που συνέδεσε το βάθρο του Αγρίππα με τον πύργο του ναού της Αθηνάς Νίκης και με τη ΝΔ γωνία της βορειοδυτικής πτέρυγας των Προπυλαίων, έργο που διευρύνθηκε περαιτέρω επί Τουρκοκρατίας. Τον Μάρτιο του 1835 το μνημείο απελευθερώθηκε πλήρως από τα προσκτίματα. Κατά τα έτη της εφορείας του Π. Ευστρατιάδη (1865) επισκευάστηκε η δυτική πλευρά του μνημείου, ενώ το 1914 ο Ν. Μπαλάνος εκτέλεσε μία μεγαλύτερης έκτασης επέμβαση (στεγάνωση της επίστεψης και συμπλήρωση της δυτικής πλευράς με μάζες σκυροδέματος). Μικρότερης κλίμακας επεμβάσεις (σφραγίσεις αρμών και ρηγμάτων) έγιναν επί εφορείας του Γ. Δοντά (1970). Αξίζει να σημειωθεί ότι η απόκλιση από την κατακόρυφο που εμφανίζει το μνημείο προς τα δυτικά καταγράφεται ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα (Richard Bohn).